παρεκτίθημι

παρεκτίθημι
Α [εκτίθημι]
1. εκθέτω, αφηγούμαι κάτι λεπτομερώς («παρεκτίθημι τὰ πραχθέντα ὅπως γέγονε», Ενάπ.)
2. παθ. παρεκτίθεμαι
α) εκθέτω κρυφά το παιδί μου
β) θέτω κατά μέρος, παρασιωπώ, υποκρύπτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”